- πελιδνός
- -ή, -ό / πελιδνός, -ή, -όν, αττ. τ. πελιτνός, -ή, -όν, ΝΜΑ(ιδίως για το χρώμα τού δέρματος) μαυροκίτρινος, ωχρός («χρὼς ψυχρὸς καὶ πελιδνὸς ἐγένετο», Διόδ.)νεοελλ.συνεκδ. καταφοβισμένος, κίτρινος από τον φόβο του.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πελιδνός / πελιτνός, πελιός και πελλός ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *pel- / *pol- «γκρίζος, φαιός» (πρβλ. πολιός, πέλεια). Ο τ. πελιτνός πρέπει να είναι αρχαιότερος τού πελιδνός και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. paliknī «γκρίζα» (< *palitnī). Ο τ. πελιδνός έχει σχηματιστεί δευτερογενώς αναλογικά προς τα επίθ. σε -δνός (πρβλ. αλαπαδνός). Ο τ. πελιός < *πελι-Fός (πρβλ. πολιός) εμφανίζει θ. πελι- (πρβλ. αρχ. ινδ. pali-knī), ενώ ο τ. πελλός μπορεί να αναχθεί είτε σε αμάρτυρο *πελψός είτε σε αμάρτυρο *πελνός (πρβλ. πιλνόνφαιόν Κύπριοι, τ. που παραδίδει ο Ησύχ., με κλειστοποίηση τού -ε- σε -ι-). Το επίθ. πελιδνός όπως και οι τ. πολιός και πέλεια είναι δηλωτικά χρώματος δύσκολου να προσδιοριστεί —κάτι σαν γκρι, φαιό— που άλλοι έχουν αποδώσει ως «ωχρομέλαν» και άλλοι ως «μαυροκίτρινο». Το επίθ. επίσης καθώς και τα πελιός, πελλός χρησιμοποιούνται στο ιατρικό και βουκολικό λεξιλόγιο με ποικίλες ανά περίπτωση αποχρώσεις. Με την οικογένεια, τέλος, τού πελιδνός είναι πιθανό να συνδέεται το ανθρωπωνύμιο Πέλοψ].
Dictionary of Greek. 2013.